ὀφθαλμός

ὀφθαλμός
ὀφθαλμός, , das Auge; ἀνδρὸς ἐς ὀφϑαλμοὺς ἐλϑέμεν, wie auch wir sagen: vor die Augen kommen, vor sein Angesicht; ἀπ' ὀφϑαλμῶν γενέσϑαι, aus den Augen kommen; τὰ παρὰ ποδὸς καὶ τὰ ἐν ὀφϑαλμοῖς, das was vor Augen offen daliegt; κατ' ὀφϑαλμοὺς λέγειν τινί, einem ins Gesicht etwas sagen; ἐν ὀφϑαλμοῖς ἔχειν τινά, jem. in den Augen behalten, nicht aus den Augen lassen. Übertr., αἰϑέρος ὀφϑαλμός, von der Sonne u. dem Monde; übh. das Köstlichste, Beste. Bei den Persern heißen βασιλέως ὀφϑαλμοί des Königs Räte, durch welche er seine Untertanen sah. Beim Schiffe ist es, κώπης τρῆμα, Ruderpforte; ein runder Schild mit dem Namen des Schiffes am Vorderteile angebracht. Auch die Knospen und Augen der Bäume und Pflanzen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφθαλμός — eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”